τελεοδρόμος

τελεοδρόμος
ο, Α
αυτός που συμπληρώνει τον δρόμο, που ολοκληρώνει τη διαδρομή («ἦν γὰρ ἀκέντητος τελεοδρόμος», Ασκληπιόδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < τέλειος / τέλεος + δρόμος (πρβλ. εὐθυ-δρόμος)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • τελεοδρόμος — completing the course masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τελεοδρομώ — και τελοδρομῶ, έω, Α [τελεοδρόμος] εκτελώ τη διαδρομή, ολοκληρώνω τον δρόμο μου …   Dictionary of Greek

  • τελεσίδρομος — ον, Α 1. ο τελεοδρόμος* 2. (το αρσ. ως κύριο όν.) Τελεσίδρομος όνομα ήρωα. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. τελεσι (βλ. λ. τέλος) + δρόμος (πρβλ. τανυσί δρομος)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”